-
1 ἀφ-αρπάζω
ἀφ-αρπάζω (s. ἁρπάζω), herabreißen, κόρυϑα κρατὸς ἀφαρπάξαι, den Helm vom Haupte, Il. 13, 189; τὰς ἰσχάδας ἀπὸ τῆς τραπέζης Ar. Plut. 677; Soph. Tr. 549; φλοῖον τοῦ ξύλου ἀφηρπασμένον Xen. Cyn. 9, 18.
-
2 αφαρπαζω
1) срывать, сдергивать(κόρυθα κρατός Hom.; ἄνθος Soph.; τὸν στέφανον Dem.; τέν χλαμύδα Plut.)
2) сдирать(φλοῖον τοῦ ξύλου Xen.)
3) хватать, похищать(τοὺς φθοῖς ἀπὸ τῆς τραπέζης Arph.; τὰ φορτία Plut.)
4) убирать прочь, уносить(οἰνηρὰ τεύχη Eur.)